ξάντρια

ξάντρια
ξάν-τρια, , fem. of ξάντης, =
A putatrix, Gloss. : Ξάντριαι, name of a play by Aeschylus.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξάντρια — η (Α ξάντρια) βλ. ξάντης …   Dictionary of Greek

  • ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”